Πολεμονύδες — (Polemoniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Οι π. είναι φυτά ποώδη, πολυετή ή μονοετή, με άνθη ακτινωτά. Ο κάλυκάς τους είναι σωληνοειδής ή κωνοειδής και διατηρείται και μετά την ωρίμανση των καρπών. Η οικογένεια… … Dictionary of Greek
πολεμονιώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει από 4.000 είδη ποωδών, θαμνωδών, δενδρωδών και ξυλωδών αναρριχητικών φυτών τα οποία κατανέμονται σε 8 οικογένειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polemoniales (< πολεμόνιο*)] … Dictionary of Greek
πολεμώνιον — το, Α βλ. πολεμόνιο … Dictionary of Greek
πολεμώνιος — ία, ον, θηλ. και ος, Μ [πολεμώνιον] φρ. «πολεμώνιος βοτάνη» ή «πολεμωνία βοτάνη» το φυτό πολεμόνιο … Dictionary of Greek
φιλεταίριος — (I) ον, Α [φιλέταιρος] 1. φιλέταιρος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριον α) το φυτό πολεμόνιο β) το φυτό ωκιμοειδές γ) το φυτό απαρίνη δ) κληματίδα 3. φρ. «φιλεταίριος πούς» μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 τού… … Dictionary of Greek
χιλιοδύναμις — άμεως, ἡ, Α το φυτό πολεμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + δύναμις (πρβλ. αὐτο δύναμις). Πρόκειται για δ. γρφ. αντί τού χιλιοδύναμος] … Dictionary of Greek