πολεμόνιο

πολεμόνιο
το / πολεμώνιον, ΝΑ
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη πολεμονιώδη και στην οικογένεια πολεμονιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. πολεμώνιον έχει παραχθεί από το ανθρωπωνύμιο Πολέμων, ενώ ο νεοελλ. τ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. polemonium].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πολεμονύδες — (Polemoniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Οι π. είναι φυτά ποώδη, πολυετή ή μονοετή, με άνθη ακτινωτά. Ο κάλυκάς τους είναι σωληνοειδής ή κωνοειδής και διατηρείται και μετά την ωρίμανση των καρπών. Η οικογένεια… …   Dictionary of Greek

  • πολεμονιώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει από 4.000 είδη ποωδών, θαμνωδών, δενδρωδών και ξυλωδών αναρριχητικών φυτών τα οποία κατανέμονται σε 8 οικογένειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polemoniales (< πολεμόνιο*)] …   Dictionary of Greek

  • πολεμώνιον — το, Α βλ. πολεμόνιο …   Dictionary of Greek

  • πολεμώνιος — ία, ον, θηλ. και ος, Μ [πολεμώνιον] φρ. «πολεμώνιος βοτάνη» ή «πολεμωνία βοτάνη» το φυτό πολεμόνιο …   Dictionary of Greek

  • φιλεταίριος — (I) ον, Α [φιλέταιρος] 1. φιλέταιρος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριον α) το φυτό πολεμόνιο β) το φυτό ωκιμοειδές γ) το φυτό απαρίνη δ) κληματίδα 3. φρ. «φιλεταίριος πούς» μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 τού… …   Dictionary of Greek

  • χιλιοδύναμις — άμεως, ἡ, Α το φυτό πολεμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + δύναμις (πρβλ. αὐτο δύναμις). Πρόκειται για δ. γρφ. αντί τού χιλιοδύναμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”